σιδηρο-

σιδηρο-
ΝΑ, και σιδερο- Ν
Ι. α' συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo-βόρος, σιδηρο-γνώμων, σιδηρο-γωνία / σιδερο-γωνιά, σιδηρο-βιομηχανία, σιδηρόδεση / σιδερό-δεση, σιδηρο-πενία)
II. νεοελλ.
1. χημ. πρόθημα χημικών όρων που δηλώνει την παρουσία δισθενούς σιδήρου σε μια χημική ένωση («σιδηροκυανιούχο άλας»)
2. α' συνθετικό τής ονομασίας διαφόρων κραμάτων που περιέχουν σίδηρο (πρβλ. σιδηρο-αργίλιο, σιδηρο-βανάδιο).Παραδείγματα συνθ. με α' συνθετικό σίδηρος / σίδερο: σιδηροβόρος, σιδηρόδεσμος, σιδηρόδετος, σιδηροπώλης, σιδηρότευκτος, σιδηρ(ι)ουργός, σιδηροφάγος, σιδηροφόρος, σιδηρόχαλκος, σιδηρῶ / -ώνω, σιδηρωρυχείο
αρχ.
σιδηραγωγός, σιδηροβόλιον, σιδηροβριθής, σιδηρογράφος, σιδηροδάκτυλος, σιδηροθώραξ, σιδηροκόλεος, σιδηροκόπος, σιδηρομήτωρ, σιδηρονόμος, σιδηρόπλαστος, σιδηρόπληκτος, σιδηροποίκιλος, σιδηρόπτερος, σιδηρόσπαρτος, σιδηροτόκος, σιδηροτομῶ, σιδηρότρωτος, σιδηρόφρων, σιδηροφυής, σιδηρόψυχος
μσν.-αρχ.
σιδηροχίτων
μσν.
σιδηρένδυτος, σιδηρόβαφος, σιδηρογνώμων, σιδηροκρότητος, σιδηροποιΐα, σιδηρόπους, σιδηρόστομος, σιδηροτελής
μσν.- νεοελλ.
σιδηροδέσμιος, σιδηροπέδη
νεοελλ.
σιδερόβεργα, σιδεροδένω, σιδεροκέφαλος, σιδεροστιά, σιδερότυπο, σιδερόχτιστος, σιδηρίαση, σιδηροβιομήχανος, σιδηρογόνος, σιδηρογωνία, σιδηροδεψία, σιδηρόδρομος, σιδηροκατασκευή, σιδηροπαγής, σιδηροπενία, σιδηροπρίονο, σιδηροσκόπιο, σιδηρόστρωση, σιδηρότεφρος, σιδηροτροχιά, σιδηροτρύπανο, σιδηρούχος, σιδηροφράσσω, σιδηρόχρωμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογραφία — Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές. Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροφόρος — α, ο / σιδηροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που φέρει όπλα, οπλοφόρος νεοελλ. αυτός που περιέχει σίδηρο μσν. αρχ. κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδερένιος 2. αυτός που παράγει σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, ώτιδος, Α 1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο 2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο βρώς] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που περιέχει σίδηρο ή μια από τις ενώσεις τού σιδήρου 2. φρ. α) «σιδηρούχες πηγές» γεωλ. κατηγορία ιαματικών πηγών τών οποίων το νερό περιέχει περισσότερα από 10 μικρογραμμάρια σίδηρο ανά λίτρο υπό μορφή διαλυμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”